- διαξιφίζομαι
- διαξιφίστηκα1. ξιφομαχώ.2. μτφ., συγκρούομαι με κάποιον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαξιφίζομαι — (Α διαξιφίζομαι) (αποθ.) [ξιφίζω < ξίφος] μάχομαι με ξίφος, ξιφομαχώ νεοελλ. διαπληκτίζομαι φραστικώς … Dictionary of Greek
διαξιφίζεσθαι — διαξιφίζομαι fight to the death pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαξιφίσασθαι — διαξιφίζομαι fight to the death aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαξίφιστος — η, ο [διαξιφίζομαι] (συνήθως μτφ.) 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν είναι δυνατόν να υποστεί επιθέσεις ή υπαινιγμούς λόγου 2. αυτός που δεν είναι τρωτός στους διαξιφισμούς … Dictionary of Greek
διαξιφισμός — ο (Α διαξιφισμός) [διαξιφίζομαι] η ξιφομαχία νεοελλ. ανταλλαγή δηκτικών υπαινιγμών, έντονων χαρακτηρισμών σε προφορική συζήτηση, αλληλογραφία ή αρθρογραφία … Dictionary of Greek